ισόπτερα

ισόπτερα
Τάξη εντόμων που αποτελείται αποκλειστικά από τη μεγάλη και σημαντική ομάδα των τερμιτών. Τα διάφορα γένη της τάξης αυτής χαρακτηρίζονται από την πολυσύνθετη κοινωνική τους οργάνωση και από τον έντονο πολυμορφισμό τους. Βλ. λ. τερμίτες.
* * *
τα
τάξη εντόμων που περιλαμβάνει ξυλοφάγα έντομα γνωστά ως τερμίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoptera < iso- (πρβλ. ισ[ο]-) + -ptera (πρβλ. πτερόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσόπτερα — ἰσόπτερος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τερμίτες ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές τής Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με… …   Dictionary of Greek

  • τερμιτίδες — οι, Ν ζωολ. η πολυπληθέστερη οικογένεια τής τάξης ισόπτερα, με 1.413 αρτίγονα είδη τών τροπικών περιοχών, που αποτελούν το 75% τού συνόλου τών τερμιτών και ονομάζονται ανώτεροι τερμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”